σαπρόφιλος

σαπρόφιλος
-η, -ο / σαπρόφιλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. βιολ. χαρακτηρισμός οργανισμού που αναπτύσσεται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε αποσύνθεση και από τις οποίες αντλεί τις θρεπτικές του ουσίες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπρόφιλα
ζωολ. οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε αποσύνθεση
μσν.-αρχ.
αυτός που τού αρέσουν οι ψευδείς και πλημμελείς φθόγγοι, οι κακοφωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. πονηρό-φιλος, χρηστό-φιλος. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. saprophile].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”